Ο Φραίσων Νομοθετεί
Ο Νόμος του Φραίσονα. Νομολογία διανομής γης.
Η επιγραφή βρέθηκε στην ακρόπολη της Πραισού τον Ιούνιο του 1901, από το Άγγλο αρχαιολόγο R. C. Bosanguet, ανάμεσα στα ερείπια του τείχους που περιβάλλουν το ιερό στην βόρεια είσοδο στην Πραισό της Κρήτης, Ελλάδα. Χρονολογείται μετά το 400 π.Χ.
Η εγχάρακτη πέτρα όπως εικονίζεται στο βιβλίο του Ιάκωβου Θωμόπουλου Πελασγικά
Αναγνώριση και καθαρογραφή του κειμένου που είναι χαραγμένο επί της πέτρας
Ακριβές αντίγραφο της καθαρογραφής του κειμένου της πέτρας, όπως υπάρχει στην σελίδα 83 του βιβλίου του Ιάκωβου Θωμόπουλου Πελασγικά.
Το κείμενο καταγράφει Νομολογία παραχώρησης γης.
Μέσα από αυτό αναδεικνύεται, η ισοπολιτεία και το δίκαιο της εποχής εκείνης.
Μελετήσαμε το κείμενο, το διαβάσαμε, το κατανοήσαμε, αποδώσαμε το νόημά του στην νεοελληνική γλώσσα και το προσεγγίσαμε φιλοσοφικά.
Μορφοποίηση των φωνητικών αξιών του κειμένου.
Οι φωνητικές αξίες κατά τη δική μας αντίληψη μορφοποιούν το εξής κείμενο:
ΟΝ ΑΔ ΕΣΙΕ ΜΕΤΕ ΠΙΜ ΙΤ ΣΦΑ
ΔΟΘΙ ΑΡΑΛΑ ΟΡΑΟΙΣΟΙ. ΙΝΑΙ
ΡΕΣΤ ΝΜ. ΤΟΡ Σ ΑΡΔΟΦΣΑΝΟ (ΑΡΔΟ ΦΣ ΑΝΟ)
Σ’ ΑΤΟ ΙΣΣΤΕ. ΦΕΣΙΑ ΜΥΝ
ΑΝΙ ΜΕΣΤΕ ΠΑΛΥΝ ΓΥΤ ΑΤΣΑ;
ΝΟΜΟ ΣΕΛΟΣ ΦΡΑΙΣΟΝ
ΑΤΣΑ ΑΔΟ ΦΤΕΝ(Α) (Π)Ο(ΛΛΑ) – – – – – –
ΜΑ ΠΡΕΝ ΑΙΡΕΡΕ(Τ) – – – – – –
(Η)Ρ ΕΙΡΕ ΡΕΙΕ Τ – – – – – –
(Ε)ΝΤΙΡΑΝΟ – – – – – –
Ι ΑΣΚΕΣ(Ι) – – – – – – – –
ΙΟΤ(Η) – – – – – – – – – – –
Η γλώσσα του είναι, Έλλην λόγος, Αρχαΐζων τυπικού Δωρικού κειμένου. Η γραμματική δομή του κειμένου είναι μεικτή. Αναγνωρίζονται σε αυτό λέξεις, του Ποντιακού λόγου, του Μακεδονικού Δωρικού λόγου και της Κλασσικής Ελληνικής Γραμματείας.
Η εκφορά των λέξεων και των ρηματικών τύπων, διέπεται από τους Γραμματικούς κανόνες του Ποντιακού λόγου, του Δωρικού λόγου και της Κλασσικής Ελληνικής Γραμματείας.
Απόδοση του κειμένου
Ατόν αδά, ε®ιέν μετέασι ποιμένουσι ήτοι, σφάς(σ’ αυτούνους) δώθαν άραλα οράοισι.
Είναι ρέστα νομής.
Τορεύ συ αρτεσιανόν σ’ ατό ισστεύ.
Φέ®ια μύνην ανήν μεστήν πάλιν.
Γύτ’ ατ®ειά;
Νόμον ο Σελλός Φραίσον (έστεσεν);
Ατ®ειά αδά φτενά πολλά μα(ναι) με το πραίν αϊρερεϊτίζνε – – – – –
Ήρ είρε ρείε τ- – – – – – —
Εντηράνω – – – – – – – – –
Ι ασκέσι – – – – – – – – –
Ιότη – – – – – – —
Νεοελληνική απόδοση
Και αυτόν εδώ, που περιουσιακά στοιχεία αξίωνε από αυτούς που τον φρόντιζαν, δηλαδή, σε αυτούς (τους μαχητές) ανάλογα με αυτά που τους άνηκαν, δόθηκαν χερσότοποι ορεινοί.
Είναι υπολειπόμενα για μοίρασμα.
Σκορπίζει νερό σε αυτό, από το αρτεσιανό πηγάδι και κερδίζει.
Για αυτά που δεν απέδωσε όλο προφάσεις που δεν στέκουν, αναπτύσσει πλήρως ως θεωρίες για άλλη μία φορά.
Θα τον διώξει άραγε;
Νόμο(φραγμό-διαταγή) έβαλε ο Σελλός Φραίσων
Άραγε, εδώ φτηνά πολύ ναι με το πριόνι πριονίζουν – – – – – – – –
Την άνοιξη εν σειρά ρίξε (στον ποταμό τα πριονισμένα δέντρα) – – – – – – – –
Δυό όψεις (να αποκτίσουν) – – – – – – – – – –
τα ακατέργαστα προς κατεργασία – – – – – – – – – –
θέληση, βούληση – – – – – – — – –
Απόδοση κειμένου | Ποντιακή απόδοση | Νεοελληνική ερμηνεία |
ΟΝ | ατόν | Και αυτόν |
ΑΔ | αδά | εδώ, |
ΕΣΙΕ | ε®ιέν | που περιουσιακά στοιχεία |
ΜΕΤΕ | μετέασι | αξίωνε |
ΠΙΜ | ποιμένουσι | από αυτούς που τον φρόντιζαν |
ΙΤ | ήτοι, | δηλαδή, |
ΣΦΑ | σφάς(σ’ αυτούνους) | σε αυτούς(τους μαχητές) |
ΔΟΘΙ | δόθαν | ανάλογα με αυτά που τους άνηκαν δόθηκαν |
ΑΡΑΛΑ | άραλα | χερσότοποι |
ΟΡΑΟΙΣΟΙ. | οράοισι. | ορεινοί. |
ΙΝΑΙ | Είναι | Είναι |
ΡΕΣΤ | ρέστα | υπολειπόμενα |
ΝΜ. | νομής. | για μοίρασμα. |
ΤΟΡ | Τορεύ | Σκορπίζει |
Σ | συ | νερό |
ΑΡΔΟΦΣΑΝΟ | αρτεσιανόν | από το αρτεσιανό πηγάδι |
Σ’ | σ’ | σε |
ΑΤΟ | ατό | αυτό |
ΙΣΣΤΕ. | ισστεύ. | και κερδίζει. |
ΦΕΣΙΑ | Φέ®ια | Για αυτά που δεν απέδωσε |
ΜΥΝ | μύνην | όλο προφάσεις |
ΑΝΙ | ανήν | που δεν στέκουν, |
ΜΕΣΤΕ | μεστήν | αναπτύσσει πλήρως ως θεωρίες |
ΠΑΛΥΝ | πάλιν. | για άλλη μία φορά. |
ΓΥΤ | Γύτ’ | Θα τον διώξει |
ΑΤΣΑ; | ατ®ειά; | άραγε; |
ΝΟΜΟ | Νόμον | Νόμο(φραγμό έβαλε) |
ΣΕΛΟΣ | ο Σελλός | ο Σελλός |
ΦΡΑΙΣΟΝ | Φραίσων | Φραίσων |
ΑΤΣΑ; | ατ®ειά (έστεσεν); | άραγε; |
ΑΔΟ | Αδά | Εδώ |
ΦΤΕΝ(Α) | φτενά | φτηνά |
(Π)Ο(ΛΛΑ) | πολλά | πολύ |
ΜΑ | μα(ναι) | ναι |
ΠΡΕΝ | με το πραίν | με το πριόνι |
ΑΙΡΕΡΕΙΕΤ – – – – | αϊρερεϊτίζνε | πριονίζουν. |
(Η)Ρ | ήρ | Την άνοιξη |
ΕΙΡΕ | είρε | εν σειρά |
ΡΕΙΕ Τ- – – – | ρείε | ρίξε (στον ποταμό τα πριονισμένα δέντρα) |
(Ε)ΝΤΙΡΑΝΟ – – – – | εντηράνω | Δυό όψεις (να αποκτίσουν) |
– -Ι ΑΣΚΕΣ(Ι) | ασκέσι | τα ακατέργαστα προς κατεργασία |
ΙΟΤ(Η) – – – – | ιότη | θέληση, βούληση |
Ανάλυση του ΑΡΔΟΦΣΑΝΟ
(ΑΡΔΟ ΦΣ ΑΝΟ) [άρδο φσ(φυσικώς) άνω(ανορυσσόμενο)], διά άρδευση φυσικώς ανορυσσόμενο νερό(πίδακας)-αρτεσιανό πηγάδι
Γραμματικά στοιχεία
Ον-ον, αιτιατική ενικού αριθμού αρσενικού της αναφορικής αντωνυμίας ος-η-ον, ερμηνευόμενο: αυτός ο οποίος.
Αδ-αδά, τοπικό επίρρημα του Ποντιακού λόγου, ερμηνευόμενο: εδώ, σε αυτό το σημείο.
Ε®ιέ-ε®ιέν, αιτιατική ενικού αριθμού του ουσιαστικού του Ποντιακού λόγου ε®ιέ, ερμηνευόμενο: έχω σύνολον ικανόν εγγυήσεων, έχω πλήθος πραγμάτων αρκετό για να δώσω διαβεβαιώσεις, έχω υπάρχοντα.
Μέτε-μετέασι, τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού ενεστώτα του ρήματος μέτειμι, ερμηνευόμενο: έχω μερίδιο ή αξίωση για ένα πράγμα, ευρίσκομαι, είμαι ανάμεσα.
Πιμ-ποιμένουσι, τοις ποιμένουσι, δοτική πληθυντικού αριθμού αρσενικού γένους του επιθέτου ποιμένων-ουσα-ον, ερμηνευόμενο: ηγούμαι ποιμνίου, φροντίζω κοπάδι, μ.τ.φ. φροντίζω, περιποιούμαι τον οποιονδήποτε.
Ιτ-ήτοι, επίρρημα, προερχόμενο από το αρχαίο ή-τοι, ερμηνευόμενο: ήγουν, δηλαδή.
Σφα-σφάς, αιτιατική πληθυντικού πρώτου προσώπου της αυτοπαθούς αντωνυμίας εαυτού-εαυτής-εαυτό, (η αιτιατική εαυτούς ή σφάς), ερμηνευόμενο: τα εις εμέ ανήκοντα.
Δόθι-δόθαν, τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού παρακειμένου ενεργητικής φωνής του Ποντιακού ρήματος δίω (δίδω-δίγω), (δίω-δίγω)-εδούνα-δόσω-εδόκα-δόθα-εδόθα, ερμηνευόμενο: από αυτά που υπάρχουν δίνω, προσφέρω, βοηθώ, δωρίζω.
Άραλα-άραλα, αιτιατική ενικού αριθμού αρσενικού γένους του Ποντιακού επιθέτου άραλος-άραλεσα-άραλον, σύνθετο από τα ρήματα αρόω(αρώ)-οργώνω και αλίσκομαι-κυριεύομαι, διά της άροσης καταλαμβάνω, καταπατώ, ιδιοποιούμαι, ερμηνευόμενο: χερσότοπος για καλλιέργεια, χερσότοπος για απόδοση προς καλλιέργεια, χερσότοπος γενικά.
Οράοισοι-ορέοισι (όραος-όρος), δοτική πληθυντικού αριθμού του ουσιαστικού όρος-βουνό, ερμηνευόμενο, ορεινός όγκος, βουνό, λόφος.
Ιναι-είναι, απαρέμφατο ενεργητικής φωνής του ρήματος ειμί- είμαι, ερμηνευόμενο : υπάρχουν, είναι παρόντα, είναι προς χρήση.
Ρέστ-ρέστα, ονομαστική πληθυντικού ουδετέρου γένους του επιθέτου ρέστος-η-ον, παράγεται από τα ρήματα ρέζω-εκτελώ προσφορές και θυσίες και στερούμαι-είμαι απογυμνωμένος, δεν έχω τα αναγκαία, δεν έχω τα αναγκαία για θυσίες, υπολείπομαι τα προς το θυσιαστήριο αναγκαία, ερμηνευόμενο: υπολειπόμενος, μ.τ.φ. ανοιχτός οικονομικά, άφραγκος.
Νμ-νομής, σύμφωνα που δημιουργούν το λήμμα νομή, από την ροή του λόγου αποδίδονται ως γενική ενικού αριθμού του ουσιαστικού νομή, ερμηνευόμενο: κατοχή και επικαρπία πράγματος, διανομή, μοίρασμα, βοσκοτόπι, τροφή ζώων.
Τόρ-τορεύ, τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα του Ποντιακού ρήματος τορεύω, παράγεται από το ουσιαστικό τορύνη-αναδευτήρας-κουτάλα νερού, με τον αναδευτήρα σκορπίζω νερό, ερμηνευόμενο: ρίχνω νερό σε μικρή ποσότητα με το ποτιστήρι, σκορπίζω ψεκάζοντας μικρή ποσότητα νερού, γενικά σκορπίζω νερό.
Σ-συ, ονομαστική ενικού αριθμού του Ποντιακού ουσιαστικού συ, παράγεται από τα ουσιαστικά συγκέντρωση και υετός-βροχή, συγκέντρωση από ύλη βροχής-νερό, ερμηνεύεται: ύδωρ, νερό.
Αρδοφσάνο(ΑΡΔΟ ΦΣ ΑΝΟ)-αρτεσιανόν, σύνθετο ουσιαστικό παράγεται από το ρήμα αρδώ-ποτίζω, τα σύμφωνα φσ που παράγουν την λέξη φυσικώς(από την φύση) και το ρήμα ανορύσσω-ανασύρω από όρυγμα-πηγάδι. Από τις τρείς αυτές λέξεις παράγεται το λήμμα αρτεσιανόν, το προς άρδευση με φυσικό τρόπο από την γη εξερχόμενο νερό ως πίδακας.
Σ'(σε)-σε, πρόθεση, από το αρχαίο, εις εσέ-εις σε, ερμηνευόμενο: προς, εις, σε
Ατό-ατό, ονομαστική ενικού αριθμού ουδετέρου γένους της Ποντιακής δεικτικής αντωνυμίας ατός-ατέ-ατό, ερμηνευόμενο: αυτός-αυτή-αυτό.
Ισστέ-ισστεύ, τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα του ρήματος ισστεύω, παράγεται από το Ποντιακό ουσιαστικό ισστέ, ισόνων συναλλαγών τέλος-αμοιβή, από την δοσοληψία λαμβάνω ίσονος αξιάς κέρδος-τέλος-πληρωμή = το κέρδος από την δοσοληψία, ερμηνευόμενο: κερδίζει. Ενθυμούμαι τον έμπορο θείο μου να λέει κατά τις δοσοληψίες του, το Ποντιακό απόφθεγμα, ”ωβόν με ωβόν να αλλάζουμε ισστέν το άλας θα πλερώνς με”, αυγό με αυγό να αλλάξουμε κέρδος το αλάτι θα μου πληρώσεις από την δοσοληψία να το έχω όταν θα το ψήσω να το φάω.
Φέ®ια-φέ®ια, ονομαστική πληθυντικού του Ποντιακού ουσιαστικού, φέσ, παράγεται από το ρήμα φενακίζω-εξαπατώ -ξεγελώ και το ουσιαστικό του Ποντιακού λόγου ε®ιέ-έχω σύνολον ικανόν εγγυήσεων, έχω πλήθος πραγμάτων αρκετό για να δώσω διαβεβαιώσεις, έχω υπάρχοντα, ερμηνευόμενο: εξαπατώ μη αποδίδοντας αυτά που πρέπει, δεν αποδίδω τα απαιτούμενα.
Μύν-μύνην, αιτιατική ενικού αριθμού του ουσιαστικού μύνη, ερμηνευόμενο: πρόφαση, προσποίηση.
Ανί-ανήν, τρίτο πρόσωπο παρατατικού του ρήματος άνειμι, παράγεται από το στερητικό α-αν και το ρήμα ειμί-υπάρχω, ερμηνευόμενο: δεν υπάρχω, μ.τ.φ. δεν στέκομαι ως άποψη.
Μεστέ(μεστέαν)-μεστήν, αιτιατική ενικού αριθμού του επιθέτου μεστός-η-ον, ερμηνευόμενο: πλήρης, γεμάτος, πλήρως ώριμος καρπός, μ.τ.φ. ο αναπτύσσων πλήρως θεωρίες, ο παραμυθιάζων εν τω συνόλω.
Πάλιν-πάλι, επίρρημα, ερμηνευόμενο: άλλη μία φορά, αντίθετα, πάλες πίσω.
Γύτ-γύτ, προστακτικό, από την έκφραση, ” γόμε ύπαγε τάχιστα”, ”φόρτωμα ύπαγε-πήγαινε-φύγε γρήγορα”, ερμηνευόμενο: αποπέμπω, εκδιώκω, διώχνω, απομακρύνω. Και τον γόμον-φόρτωμα αίρον, γομάρι(γάιδαρος), τόσο παλιά και αυτή η λέξη.
Ατ®ειά;-ατ®εια;, υποθετικός σύνδεσμος του Ποντιακού λόγου, τον συναντάμε ως: ατ®ειά ή ατ®ειάπα ή ατ®ειάψαν, προέρχεται από την ερώτηση, ”ατό σείεται;”-”αυτό κινήται;” και ερμηνεύεται: ενεργεί μήπως, άραγε, μήπως.
Νόμο-νόμον, αιτιατική ενικού αριθμού του ουσιαστικού νόμος, ερμηνευόμενο: φραγμός, γραπτός κανόνας δικαίου.
Σελός-σελλός, ονομαστική ενικού αριθμού του κύριου ουσιαστικού Σελλός, επέχει θέση επιθετικού προσδιορισμού, ερμηνευόμενο: ο επί των ελών και επί πασσάλων έχων κατοικία.
Φραίσον-Φραίσων, ονομαστική ενικού του κυρίου ονόματος Φραίσων (ονοματίζεται δι’ αυτού φυσικό πρόσωπο).
Ατ®ειά;-ατ®εια;, υποθετικός σύνδεσμος του Ποντιακού λόγου, τον συναντάμε ως: ατ®ειά ή ατ®ειάπα ή ατ®ειάψαν, προέρχεται από την ερώτηση, ”ατό σείεται;”-”αυτό κινείται;” και ερμηνεύεται: ενεργεί μήπως, άραγε, μήπως.
Άδο-αδά, τοπικό επίρρημα του Ποντιακού λόγου, ερμηνευόμενο: εδώ, σε αυτό το σημείο.
Φτενά-εφτενά, ονομαστική πληθυντικού το επιθέτου εφτενός-σα-ον, ερμηνευόμενο: ο φτηνός, ο αιτών λίγο τίμημα για την εργασία του.
Πολλά-πολλά, επίρρημα, ερμηνεύεται: πολύ, υπερβολικά.
Μα-μα, μόριο, χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον να καταδείξει άρνηση αλλά μερικές φορές και κατάφαση, εδώ έχουμε κατάφαση, ”πολλά εφτενά μα πραίν αϊρεϊρετ”, πολύ φτηνά, ναί, με το πριόνι πριονίζουν, ερμηνεύεται: ναί.
Πρέν-πραίν, ονομαστική του ουσιαστικού πραίν, παράγεται από το αρχαίο ρήμα πρίω, ερμηνευόμενο: το εργαλείο κοπής ξύλων , το πριόνι.
Αϊρερέιετ–ερερετίζνε, τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού ενεστώτα του ρήματος ερερετίζω-χαϊρερετίζω, λέξη αναπαραγόμενη από τον ήχο κατά τη δράση του πριονιού χρε-χρε-χρε, ερμηνευόμενο: κόβω με το πριόνι, πριονίζω, εξ ου και το Ποντιακό ερετίν-ερετίζω.
Ήρ-ήρ-έαρ, ουσιαστικό, συνηρημένος τύπος του έαρ.
Είρε-είρε, τρίτο πρόσωπο ενετώτα ενικού αριθμού του ρ. είρω. Α) είρω, συνείρω, συνάπτω κατά σειράν, αραδιάζω, συνάπτω, πλέκω, ορμαθίζω κοινώς αρμαθιάζω. Β) είρω, λέγω, ομιλώ
Ρείε-ρείε, προστακτικό του ρήματος, ρείω-ρέω, ερμην. ρέω ορμητικά, καταρέω, χύνομαι, τρέχω, φθίνω, χάνομαι, επί πραγμάτων, ρίπτω ως βροχήν, ρίπτω συνεχώς, επί προσώπων, ρέπω προς τι, έχω κλίσιν δια συγκεκριμένην δράσιν.
Εντιράνο-εντηράνω, πρώτο πρόσωπο ενεστώτα ρήματος του Ποντιακού λόγου, παραγόμενο από το ουσιαστικό εντηρές, ερμην. ο έχων δύο όψεις, ο διπρόσωπος, ο δολοπλόκος. Εντηράνω, μορφοποιώ ξυλευόμενο κορμό να έχει δύο πρόσωπα, δύο όψεις.
Ασκέσι-ασκέσι, δοτική του ουσ. άσκεσις, κατεργάζομαι ακατέργαστον υλικόν, εκ του ρ. ασκέω, επεξεργάζομαι τι τεχνιέντως.
Ιότ(η)-ιότη, δοτική του ουσ. ιότης, ερμ. θέλησις, βούλησις.
Φιλοσοφική προσέγγιση
Με το κείμενο ασχολήθηκαν οι ερευνητές, Τ.Ο R.M. Borrows, Conway, και ο Έλληνας Ιάκωβος Θωμόπουλος.
Μελέτησα με επιμέλεια τις εργασίες του Θωμόπουλου και την προσπάθειά του να προσεγγίσει τα προγονικά κείμενα διά της Αρβανίτικης ντοπιολαλιάς και διαπίστωσα ότι είναι μία συγγενής γλώσσα, του Έλληνα λόγου.
Στο εν λόγω κείμενο, νομοθέτης ονόματι Φραίσων, που ορίζεται μάλιστα ως Σελλός, ορίζει κανόνες δικαίου με το νομοθέτημά του.
Διενεργεί διαδικασίες απόδοσης γης, σε αυτούς που την δικαιούνται.
Παλαιότερα συνηθιζόταν, στους συμμετέχοντες σε πολέμους νικηφόρους μαχητές, να αποδίδεται για την προσφορά τους και την ανδρεία τους, τιμή. Αυτή περιελάμβανε και απόδοση γαιών προς καλλιέργεια.
Ανάμεσα στους δικαιούχους συμπεριλαμβάνεται και ένας, ίσως επίκουρος, που απολαμβάνει των προνομίων.
Από την προς διανομή γη παίρνει μερίδιο και αυτός.
Η γη του είναι ποτιστική.
Ποτίζει με αρτεσιανό νερό αυτά που καλλιεργεί και κερδίζει.
Αυτά που έπρεπε όμως να πληρώσει, ως ανταπόδοση στην Πολιτεία, δεν τα πλήρωσε και κάθε φορά για αυτά θεωρίες αναπτύσσει για να δικαιολογηθεί.
Για το λόγο αυτό ο Φραίσων νομοθετεί.
Νόμος για τους κακοπληρωτές και τους ξυλευτές της γης που έχει διανεμιθεί.
Ξυλεύονται οι κορμοί ίσως το χειμώνα και την άνοιξη ρίχνονται στο ποτάμι ακατέργαστοι για να παραληφθούν στα σημεία επεξεργασίας και να αποκτίσουν όψεις κατεργασμένου ξύλου.
Από το κείμενο διαπιστώνουμε:
Η χαρακτική υπηρετεί τη γραφή και ο λόγος της Έλλην.
Η κοινωνία λειτουργεί με κανόνες δικαίου που αναθεωρούνται και αναπροσαρμόζονται κατά περίσταση.
Τέχνες και τεχνικές αναδεικνύουν το κοινωνικοπολιτιστικό τους επίπεδο.
Η τεχνική εκχέρσωσης με ορθολογιστική αντίληψη.
Η καλλιέργεια της γης, με αρτεσιανή άρδευση γίνεται, άρα υπάρχει γνώση εκμετάλευσης των υπογείων υδάτων.
Η ξύλευση με επινοήματα, για διευκόλυνση μεταφοράς, η ροή των ποταμών στην υπηρεσία των ξυλευτών, από τότε και μέχρι σήμερα.
Το υπόλοιπο του κειμένου που λόγω θραύσης λείπει, μας εμποδίζει να αποδώσουν νοήματα ολοκληρωμένα. Για τον λόγο αυτό η ανάγνωση και η ερμηνεία σταματάει μέχρι εκεί, που το κείμενο είναι συνεχές και μπορείς να καταλάβεις το νόημα.