Δ.Α.Π.Λ. info@sarpidon-academy.eu

Τι είναι η Γραμμική Α και Β Γραφή

Γραμμική γραφή Α’ και Β’ είναι το  σύστημα γραφής των Ελλήνων από το 5500 π.Χ. μέχρι και το 500 π.Χ.

Τα πρώτα μνημεία γραφής είναι απεικονιστική τέχνη σε βραχογραφήματα.

Με τα βραχογραφήματα ο χαράκτης καταγράφει, ασπρομέλανα  ή έγχρωμα,  τον περίγυρο που ζει. Είναι απεικονιστικό σύστημα γραφής, το οποίο μας πληροφορεί,  περί της πανίδας και την χλωρίδας της εποχής του.

Ακολουθούν  τα εικονογράμματα.                                                                 Ο χαράκτης με αλληλουχία εικόνων καταγράφει το βιό του και τα επιτεύγματά του. Είναι απεικονιστικό σύστημα γραφής που καταγράφει κατασκευάσματα της ανθρώπινης επινόησης, επί πλέον της καταγραφής της φύσης.

 Στη συνέχεια εμφανίζονται τα ιδεογράμματα.                                                   Είναι σύστημα γραφής με εικονιστικούς χαρακτήρες.   Το σύστημα αυτό γραφής σήμερα το αποκαλούμε Γραμμική Α’ γραφή. Είναι δημιούργημα του μετακινούμενου  συναλλασσόμενου κόσμου, και το γέννησε η  ανάγκη επικοινωνίας εκ του μακρόθεν.

Αργότερα οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι εξελίσσοντας και μετασχηματίζοντας τα ιδεογράμματα σε συμβολογράμματα, δημιουργούν τη Μινωική ιερογλυφική γραφή. Δείγμα αυτής ο δίσκος της Φαιστού.              Τα συμβολογράμματα, είναι απεικονιστικές παραστάσεις που φθόγγους αποδίδουν με την κάθε εικονιζόμενη παράσταση. 

Στη συνέχεια τα απεικονιστικά συμβολογράμμματα, με σύστημα γραμμικών χαρακτήρων  αντικαθιστούνται. Αυτό το σύστημα γραφής ο  Άρθουρ Έβανς το ονόμασε Γραμμική Β’ Γραφή.  Ως  κύριος και πρώτος  ερευνητήςαυτού  πίστευε, πως η γραφή αυτή είναι αδύνατον να είναι Ελληνική.

Αργότερα όμως οι Michael Ventris και John Chadwick  δημοσίευσαν, τη μελέτη έρευνας τους, σχετικά με τα κείμενα γραμμικής Α και Β γραφής. Το συμπέρασμα των ερευνών τους :  Η γραμμική Α και Β γραφή είναι Έλλην λόγος. Με πολλές στατιστικές εργασίες απέδωσαν και ερμήνευσαν με σιγουριά τα 65 από τα 88 τότε ανακαλυφθέντα γνωστά Γραμμικά σύμβολα. Αυτά αποδίδονται με συλλαβές φωνητικής αξίας καθώς και τα 260 περίπου ιδεογράμματα – λογογράμματα.

Προγονική παρακαταθήκη

Με αυτήν οι πρόγονοί μας άφησαν το στίγμα της γνώσης τους. Αρχής γενομένης από το αρχαιότερο εύρημα της Ευρώπης, την πινακίδα του Δισπηλιού Καστοριάς. 

Τα κείμενα διέπονται από γραμματικούς κανόνες που εξελισσόμενοι έφτασαν στα Ομηρικά Έπη.

Κάποιοι γραμματικοί κανόνες χάθηκαν στον χρόνο, χωρίς να φτάσουν στα κείμενα της Ελληνικής Κλασσικής Γραμματείας, όπως αυτά σήμερα  γνωρίζουμε.

Σήμερα αυτούς τους κανόνες  μόνο η Ποντιακή διάλεκτος και η των  Δωριέων Μακεδόνων Ελλήνων ντοπιολαλιά  χρησιμοποιεί στον προφορικό της λόγο. Καθώς και λέξεις πρωτότυπες της εποχής εκείνης. Ο λόγος κατά το πλείστον είναι ακατάληκτος, όπως ακατάληκτοι είναι και στα περισσότερα λήμματά τους, ο Ποντιακός λόγος και η Δωρική Μακεδονική των Ελλήνων ντοπιολαλιά, γιατί χρησιμοποιεί ακόμα αυτά τα παλαιά λήμματα και σήμερα.

  Τους κανόνες γραφής των κειμένων, τους χωρίσουμε σε τέσσερεις ομάδες.

α) Τους κανόνες που έφτασαν και πέρασαν στην Κλασσική Γραμματεία.

β) Τους κανόνες αυτούς, από τους οποίους συνεχίζει ο Ποντιακός λόγος να διέπεται πέραν των προηγουμένων.

γ) Τους κανόνες του Δωρικού Μακεδονικού προφορικού λόγου.

δ) Τους κανόνες Συμφωνικής Γραφής, αυτούς που μόνο στα Γραμμικά κείμενα έμειναν και διέπουν τις περισσότερες φορές άκλητα ή μονολεκτικά λήμματα καθώς και συμπλέγματα συμφώνων, χωρίς ενδιάμεσα φωνήεντα, (συμφωνική γραφή).

  Οι κανόνες της πρώτης αναφοράς δεν σχολιάζονται, γιατί είναι γνωστοί και υπάρχουν συγγράμματα πάμπολλα.

  Οι κανόνες που στη Ποντιακή διάλεκτο μείνανε είναι:

  α) Η χρήση της κατάληξης (-αι). Αυτήν μετέπειτα την συναντάμε στα  Δωρικά κείμενα π.χ.  Αδωνάι, Απολλωνάι και σήμερα στον Ποντιακό λόγο, π.χ. πολλάι, παλαλάι, ξάι, και στα Γραμμικά κείμενα το συναντάμε ως, χαμάι, μαειράι, σιμάι.

  β) Στα κείμενα υπάρχει η χρήση των σήμερα εκλιπόντων γραμμάτων , κόπα, σαμπί και δίγαμα. Αυτά ο Ποντιακός λόγος σήμερα τα χρησιμοποιεί στον απόλυτο βαθμό. Η χρήση αυτών υπάρχει ακόμα και σήμερα, σε πολλές  ντοπιολαλιές, χωρίς αυτοί που τα προφέρουν να το γνωρίζουν. Εμείς τα αποκαλούμε ”μαλλιαρές λαϊκές εκφράσεις”.

  Για την σωστή κατανόηση των ήχων παρατίθενται τα ιδιαιτέρα γραμματικά στοιχεία τα οποία χρειάζονται:

®(κόπα) ο ήχος του αποδίδεται με τα λατινικά (tch) δασύφωνα.

≤(σαμπί) ο ήχος του αποδίδεται με τα λατινικά (ch) δασύφωνα.

Ενώ τα δύο αυτά σύμφωνα γράφονται διαφορετικά αποδίδονται με τον ίδιο ακριβώς ήχο.

  Ήχος του κόπα:

 τ®ειαπακαίει-(tchapakei).

  Ήχος του σαμπί:

χέρι στα νεοελληνικά, ≤έρ-(cher) στα Ποντιακά, μαχαίρι στα νεοελληνικά μα≤αίρ-(macher) στα Ποντιακά, αλλά και μα≤αίρα-(machera) στα Κρητικά.

Ο ήχος του δίγαμα :

Το δίγαμα (F) αποδίδεται με διπλό ήχο ανάλογα της δράσης του ηλίου από τον οποίο προέρχεται η ενέργεια. Εκ του ηλίου ημίφωνο β, εκ του Σείρειου ch, π.χ.  ωFόν-ωόν-αυγό, στα Ποντιακά ωfόν-ωβόν,  αfίτος-αβούτος-αούτος, αfίτς-αβίτους-αβούτους-αούτους. Εκ της ενέργειας του ήλιου. Εκ της ενέργειας του Σείριου ηχεί. ®υρίζω-chirizo, chellas-Ελλάς.

  γ) Χρησιμοποιείται πλεονασματικά στην εισαγωγή πρότασης το har-χαρ-αρ, αλλά και το καταληκτικό μετά την πρόταση (για) που μέχρι σήμερα έμεινε μόνο στις εκφράσεις της Πόλης, π.χ. πάμε για, τί να κάνω για, έχασα για.

  δ) Καταλήξεις συγκόπτονται κατά τον Αιολικό συγκοπτικό τρόπο και λήμματα ακατάληκτα μόνο με το θέμα (ρίζα) παραμένουν, π.χ. οσπίτιον-οσπίτ, οψάριον-οψάρ

  ε) Ουδετεροποιείται ο πληθυντικός των αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων, όταν αυτά είναι επιθετικός προσδιορισμός και όχι μόνον, π.χ.  ο λύκον-τα λυκούδε ή λυκούδια, η κοσσάρα-τα κοσσάρε ή τα κοσσάρια, ο ποντικόν-τα ποντικούδε ή ποντικούδια. Στα Γραμμικά κείμενα, π.χ.  πους- πόδε, Φώκια-Φώκε, δίπας-δίπανε, μέζων-μέζονε.

  στ) Όταν τα κύρια ονόματα και επίθετα με κατάληξη (-ος) έχουν θέση επιθετικού προσδιορισμού την ονομαστική ενικού την μορφοποιούν μετατρέποντας αυτήν σε (-ον), π.χ. ο Πέτρον, ο Απόστολον. ο Νίκον, ο παλαλόν, ο χοντρόν, ο νηστικόν.

  ζ) Άκλητα μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα μόρια ή επιρρήματα υπάρχουν ατόφια με την ίδια χρήση, όπως στα Γραμμικά Κείμενα, π.χ. (πα) τελικός σύνδεσμος, επέχει θέση επιτακτικού (και), (τσί) ερωτηματικό μόριο, επέχει θέση αόριστης αντωνυμίας (ποιός).

  η) Στον Ποντιακό λόγο υπάρχει το στίγμα του υφαίν (    ). Μπαίνει μόνο κάτω από τα φωνήεντα και συνυφαίνει τους ήχους των δύο φωνηέντων σε έναν μόνο ήχο, π.χ. τιαριού, τυριουρεί, κιουζού, τ®ειαπακαίει.

  Όταν κατά την ανάγνωση το συναντήσουμε κάτω από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους, τότε αυτά τα δύο συνυφαίνονται ηχητικά σε έναν ενιαίο και κοινό ήχο ενός φθόγγου του οποίου ο ήχος κρατά κατά το ήμισυ τον πρώτο ήχο και κατά το άλλο ήμισυ τον δεύτερο. Το ηχητικό αυτό προϊόν δημιουργείται με την γρήγορη ανάγνωση των δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου χωρίς να γίνει παύση ανάμεσα στους ήχους για να μην διαχωριστούν. Πάντοτε ο ήχος του δευτέρου φωνήεντος ή διφθόγγου είναι λίγο επικρατέστερος του πρώτου. Για να γίνει κατανοητό παρατίθενται παραδείγματα: κιουζού, δεν διαβάζεται κι-ου-ζού αλλά κιου-ζού, γεια®ειάου, δεν διαβάζεται γει-α-®ει-ά-ου αλλά γεια-®ειά-ου, τυριουρεί, δεν διαβάζεται τυ-ρι-ου-ρεί αλλά τυ-ριου-ρεί.

     θ) Στον Ποντιακό λόγο υπάρχει εν χρήσει το μόριο (βε), όταν το μόριο (βε) ορίζει κατάσταση ενέργειας μετατρέπεται σε (βα) το σύμφωνο λεπτύνει έτι περισσότερο και μετατρέπεται σε (πα), όπως η αρμονία των αριθμών μορφοποιείται και μετατρέπεται αριθμητικά, έτσι και η αρμονία του ήχου κατά τον μαθηματικό τρόπο μορφοποιείται για την τελειότερη απόδοση του στίχου (Πυθαγόρας), αυτό συμβαίνει και εδώ: π.χ. (έλα βε να παίζομε-έλα παίζομε πα), (χαρ ο Λάμπον βε κοιμάται-χαρ ο Λάμπον πα κοιμάται), (και νε εσά βε φάζω-και νε εσά πα φάζω).

  η) Στον Ποντιακό λόγο λήμματα που περιέχουν τον φθόγγο (πα), αποδίδονται τραχύτερα, στον Δυτικό Πόντο και το (πα) μετατρέπεται σε (βά), π.χ.  γαλίπα-γαλίβα (εκμαγείο), αζάπης-αζάβης(ο ανύμφευτος), πακανίζω-βακανίζω (κοάζω ως βάτραχος), σαρηγιέπα-σαρηγιέβα (ξανθίζω-ροδοκοκκινίζω). Ο Ανατολικός Πόντος είναι Ιωνότροπος φωνητικά, ενώ ο Δυτικός Πόντος είναι Αιολόφωνος και τραχύτερος.

 Οι Δωρικοί της Μακεδονικής ντοπιολαλιάς κανόνες είναι:

  α) Ρήματα με κατάληξη(-ου) τα οποία αργότερα έχουν μετατραπεί σε κατάληξη (-ω). π.χ. πααίνου, πλένου, βγένου, παίρνου. Εδώ μπορούμε να σταματήσουμε λίγο και να δούμε την εξέληξη: ποιάου-ποιώ, τιντιάου-τιντιώ, δόσου-δόσω.

β) Παρασυρόμενα και τα (ο,ω) ως φθόγγοι εν μέσω λέξεων μετατρέπονται σε (ου), κοτορο-κουτουρού, κώδων-κουδούνι.

 γ) Τα φωνήεντα είναι μονογράμματα, δεν υπάρχει γραπτή διάκριση μεταξύ (ο-ω) ή (ι-η-υ) μέχρι να φτάσουμε στην Ιωνική.

  δ) Αποδίδονται νοήματα μόνο με συμφωνοσυμπλέγματα χωρίς να παρεμβάλλεται φωνήεν. Αυτό και στην Δυτικομακεδονική ντοπιολαλιά παρατηρείται.

  ε) Τα λεπτά σύμφωνα αντικαθιστούνται πολλές φορές με δασύτερα όταν ο λόγος από Ιωνότροπος γίνεται Αιολότροπος κατά το φώνημα.

  στ) Το ιδεόγραμμα που αποδίδεται με την φωνητική αξία (Di) όταν αγγίζει γλωσσικά την ντοπιολαλιά αποδίδεται με το (ντι), όταν αποδίδει κλασσική έκφραση αποδίδεται με το (δι /διτ)

 ζ) Το ιδεόγραμμα που αποδίδεται με την φωνητική αξία (dwa) αποδίδεται φωνητικά με τον ήχο (φα). Όταν το ιδεόγραμμα εκλαμβάνεται ως φωτεινή κατάσταση της ψυχικής διεργασίας, δηλαδή χαρά-ψυχικό φως αυτό το (φα)-φάος-φως καταδεικνύοντας την χαρά εκφωνείται ως (χα) και ο χαβάς ως φωτεινή ιερουργική διεργασία νοείται.

  η) Το ιδεόγραμμα που αποδίδεται με την φωνητική αξία (jo-je-ja) στα περισσότερα γραμμικά κείμενα αποδίδεται με τον ήχο γι /για /γε /γυ, πολλές φορές όμως, κρατάει το Λατινικό του άκουσμα και αποδίδεται στον Ποντιακό λόγο ως (τ®ι-τ®ειά) και αυτό μετεξελίσσεται σε (ζι /ζια).

Οι κανόνες Συμφωνικής Γραφής

Το Ιερατειακό συμφωνικό σύστημα γραφής, παραθέτει εν σειρά μόνο σύμφωνα και σε ελάχιστες περιπτώσεις κάποια φωνήεντα, μόνο όταν συγκρατεί το λόγο.

Συμπερασματικά ανακεφαλαιώνουμε

  Αποκρυσταλλώνοντας τις τελικές σκέψεις, ως το απαύγασμα αυτής της μελέτης για τα γραμματικά φαινόμενα, ως προς τις φωνητικές αξίες, οι οποίες Λατινικά αποδίδουν τους ήχους, προκύπτει το ερώτημα.

 Είναι δυνατό αυτό να επιτευχθεί,   αλλόγλωσσες ηχητικές εκφράσεις  να διέπονται από Ελληνική Γραμματική;                                                        Αυτό είναι πράγμα ασύμβατο και  προσέγγιση ανορθόδοξη, ανάλυσης  κειμένου, το οποίο είναι Έλλην λόγος.  

  Η Ελληνική γλώσσα με τα πολλά ομόηχα φωνήεντα και τους τόσους διφθόγγους, τα απαρέμφατα και τις κάθε είδους καταλήξεις, δεν είναι δυνατό απόλυτα να προσεγγισθεί από αυτούς τους ήχους (τους Λατινικούς). Γίνεται  κατανοητό, ότι κατά την απόδοση των κειμένων, οι φωνητικές αξίες προσεγγιστικά μορφοποιούνται ανάλογα με την ορθογραφία του κάθε λήμματος, την πτώση, το πρόσωπο και το χρόνο του ρήματος.

Μετάβαση στο περιεχόμενο